φιλό-σκηπτρος

φιλό-σκηπτρος

φιλό-σκηπτρος, das Scepter liebend, βασιλεύς Ep. ad. Byz. 6 (IX, 691).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μονόσκηπτρος — μονόσκηπτρος, ον (Α) αυτός που κυβερνά μόνος του, μοναρχικά, με μοναρχικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σκηπτρος (< σκῆπτρον), πρβλ. φιλό σκηπτρος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσεόσκαπτρος — ον, Α (δωρ. τ.) αυτός που κρατά χρυσό σκήπτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσεο (βλ. λ. χρυσ[ο] ) + σκαπτρος, δωρ. τ. τού σκηπτρος (< σκᾶπτρον, δωρ. τ. τού σκῆπτρον), πρβλ. φιλό σκηπτρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”