- φιλό-σκεπος
φιλό-σκεπος, Bedeckung, Obdach liebend, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλό-σκεπος, Bedeckung, Obdach liebend, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατάσκεπος — κατάσκεπος, ον (Α) κατασκεπασμένος. επίρρ... κατάσκεπα κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκεπος (< σκέπος «κάλυμμα), πρβλ. φιλό σκεπος, φυλλό σκεπος] … Dictionary of Greek
φυλλόσκεπος — ον, Α καλυμμένος με φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + σκεπος (< σκεπός «κάλυμμα»), πρβλ. κατά σκεπος, φιλό σκεπος] … Dictionary of Greek