- φιλό-σπουδος
φιλό-σπουδος, Eile, Eifer, Ernst liebend, Philodem. 3 (V, 46).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλό-σπουδος, Eile, Eifer, Ernst liebend, Philodem. 3 (V, 46).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κενόσπουδος — η, ο (Α κενόσπουδος, ον) αυτός που ασχολείται με κενά, μάταια, μηδαμινά πράγματα, ματαιόσπουδος, ματαιόσχολος, αεροκόπος αρχ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ κενόσπουδα τα αντικείμενα απλής περιέργειας. επίρρ... κενοσπούδως (Α) με κενή, μάταιη… … Dictionary of Greek
ματαιόσπουδος — η, ο αυτός που ασχολείται σοβαρά με πράγματα ανάξια λόγου, αεροκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + σπουδός (< σπουδή), πρβλ. κενό σπουδος, φιλό σπουδος] … Dictionary of Greek