- φιλ-όρτυξ
φιλ-όρτυξ, υγος, Wachteln liebend, Plat. Lys. 212 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-όρτυξ, υγος, Wachteln liebend, Plat. Lys. 212 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλόρτυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που αγαπά τα ορτύκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὄρτυξ, υγος «ορτύκι»] … Dictionary of Greek