θρασύπονος — θρασύπονος, ον (Α) ο τολμηρός στην εκτέλεση ενός έργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + πονος (< πόνος), πρβλ. ολιγό πονος, φιλό πονος] … Dictionary of Greek
καλλίπονος — καλλίπονος, ον (Μ) αυτός που εργάζεται με δεξιοτεχνία ώστε να παραγάγει αληθινά αριστουργήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πονος (< πόνος «κόπος»), πρβλ. φιλό πονος, φυγό πονος] … Dictionary of Greek
καρτερόπονος — καρτερόπονος, ον (Α) αυτός που αντέχει στους κόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + πονος (< πόνος < πένομαι «εργάζομαι»), πρβλ. μελεό πονος, φιλό πονος] … Dictionary of Greek
επιφιλοπονούμαι — ἐπιφιλοπονοῦμαι, έομαι (Α) (αποθ.) καταγίνομαι με ζήλο με κάτι («θήραις τε ἐπιφιλοπονεῑσθαι συνεπαίρει τι ἡ γῆ», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φιλοπονούμαι (< φιλό πονος)] … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek
κενοπονώ — κενοπονῶ, έω (Α) κοπιάζω μάταια, ματαιοπονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + πονῶ (< πόνος < πόνος), πρβλ. ματαιο πονώ, φιλο πονώ] … Dictionary of Greek
συγχειροπονώ — έω, Α εκτελώ χειρωνακτική εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χείρ, χειρός + πονῶ (< πόνος < πόνος «κόπος, μόχθος»), πρβλ. προσ φιλο πονῶ] … Dictionary of Greek
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
Οράτιος — (Quintus Horatius Flaccus, Βενουσία 65 – Ρώμη 8 π.Χ.). Λατίνος ποιητής. Γιος ενός απελεύθερου, χρωστούσε στις θυσίες και στην έξυπνη καθοδήγηση του πατέρα του τη φιλολογική του μόρφωση, την αντάξια ενός ευγενούς, καθώς επίσης και τη στέρεη ηθική… … Dictionary of Greek