φιλό-πευστος

φιλό-πευστος

φιλό-πευστος, = φιλοπευϑής, Phot.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρυφιόπευστος — (Μ) αυτός που ερευνά κρυφά για να μάθει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύφιος + πευστος (< πευστός < πυνθάνομαι), πρβλ. ά πευστος, φιλό πευστος] …   Dictionary of Greek

  • χρησμοπευστώ — έω, Α συμβουλεύομαι μαντείο, ζητώ χρησμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + πευστῶ (< πευστος < πευστός < πεύθομαι / πυνθάνομαι* «πληροφορούμαι»), πρβλ. φιλο πευστῶ] …   Dictionary of Greek

  • πολυπευστώ — έω, Μ διατυπώνω πολλές απορίες, διερευνώ λεπτομερώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πευστῶ (< πευστος < πυνθάνομαι), πρβλ. φιλο πευστῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”