- φιλό-πρακτος
φιλό-πρακτος, = Vorigem, Procl. paraphr. Ptolem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλό-πρακτος, = Vorigem, Procl. paraphr. Ptolem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιερόπρακτος — ἱερόπρακτος, ὁ (Α) ιεροποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)* + πρακτος (< πράττω), πρβλ. δημό πρακτος, φιλό πρακτος] … Dictionary of Greek