- φιλ-υγιής
φιλ-υγιής, ές, v. l. für φιλουγιής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-υγιής, ές, v. l. für φιλουγιής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
ευέκτης — εὐέκτης, ὁ (Α) 1. υγιής, δυνατός, εύρωστος (α. «τὸ δὲ σῶμα εὐέκτης», Αριστοφ. β. [και ως επίθ.] «εὐέκται ἀθληταί», Φίλ.) 2. ο πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έκτης (< έχω), πρβλ. καχ έκτης, πλεον έκτης] … Dictionary of Greek
ευρωστώ — εὐρωστῶ, έω (ΑΜ) [εύρωστος] είμαι εύρωστος, υγιής αρχ. 1. βρίσκομαι σε καλή κατάσταση («ἐὰν εὐρωστῇ σοι τὰ πράγματα», Φίλ.) 2. επιδεικνύω ηθική δύναμη … Dictionary of Greek
φιλοϋγιής — και δ. γρφ φιλυγιής, ές, Α αυτός που αγαπά την υγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὑγιής] … Dictionary of Greek