- φιλ-υπ-ήκοος
φιλ-υπ-ήκοος, seine Unterthanen liebend, Plut. Artax. 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-υπ-ήκοος, seine Unterthanen liebend, Plut. Artax. 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλήκοος — η, ο / φιλήκοος, ον, ΝΜ αυτός που τού αρέσει να ακούει, που αγαπά τα ακροάματα («φιλομαθὴς δὲ μή, μηδὲ φιλήκοος μηδέ ζητητικός», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που τού αρέσει απλώς να ακούει για να περνάει τον χρόνο του, σε αντιδιαστολή προς τον φιλομαθή 2 … Dictionary of Greek