φιβάλις

φιβάλις

φιβάλις, , = φιβαλέον; τῶν φιβάλεων σύκωι. Pherecrat. bei Ath. III, 75 b; Theophr. u. A.; vgl. Schol. Ar. Ach. 767, der auch bemerkt καὶ τοὺς ἰσχνοὺς τῶν ἀνϑρώπων φιβάλεις καλοῠσιν.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φίβαλις — άλεως, ἡ, Α 1. είδος συκιάς, η φιβάλεως* 2. μτφ. κάτισχνος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φιβάλεως) …   Dictionary of Greek

  • φιβάλεως — ω, ἡ, Α 1. είδος πρώιμου σύκου («τῶν φιβαλέων τρῶγε σύκων τοῡ θέρους», Φερεκρ.) 2. το δέντρο, η συκιά, που παράγει τα σύκα αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει επίθημα εως, όπως και άλλες ονομ. φυτών (πρβλ. ἐλά εως,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”