φιαλίς

φιαλίς

φιαλίς, ίδος, ἡ, dim. von φιάλη, Schälchen, Luc. Lexiph. 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φιαλίς — ίδος, ἡ, Α υποκορ. τ. τού φιάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ψηφ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • φιαλίδες — φιαλίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιαλίδιο — το / φιαλίδιον, ΝΜΑ υποκορ. μικρή φιάλη νεοελλ. (μυκητ.) εξειδικευμένο όργανο ορισμένων μυκήτων, το οποίο έχει συνήθως το σχήμα φιάλης και αναπτύσσεται από τον κονιδιοφόρο και μέσα ή πάνω στο οποίο παράγονται τα κονίδια τα οποία είναι γνωστά ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”