- φεύγ-υδρος
φεύγ-υδρος, das Wasser fliehend, wasserscheu, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φεύγ-υδρος, das Wasser fliehend, wasserscheu, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek