- φαρμάκτης
φαρμάκτης, ὁ, = φαρμακτήρ, φαρμακεύς, Opp. Hal. 4, 648.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαρμάκτης, ὁ, = φαρμακτήρ, φαρμακεύς, Opp. Hal. 4, 648.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαρμάκτης — ὁ, Α [φαρμάσσω] φαρμακτήρ* … Dictionary of Greek
φαρμάκταις — φαρμάκτης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμάκτῃσιν — φαρμάκτης masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)