φαρμακευτικός

φαρμακευτικός

φαρμακευτικός, zum φαρμακευτής gehörig, von ihm kommend; κάϑαρσις Plat. Tim. 89 b; ἡ φαρμακευτική, sc. τέχνη, die Kenntniß der Arzneimittel, die Lehre von denselben, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φαρμακευτικός — ή, ό / φαρμακευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [φαρμακεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φάρμακα ή στην παρασκευή φαρμάκων 2. το θηλ. ως ουσ. η φαρμακευτική α) (παλαιότερα) η προσωπική τέχνη τής παρασκευής τών φαρμάκων β) (σήμερα) επιστήμη και τέχνη που …   Dictionary of Greek

  • φαρμακευτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φάρμακα ή τη φαρμακοποιία, που είναι των φαρμάκων: Φαρμακευτικές έρευνες. 2. αυτός που έχει σχέση με τη φαρμακευτική: Φαρμακευτικό περιοδικό. 3. αυτός που έχει ιδιότητες φαρμάκων, που έχει θεραπευτικές… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στάχυς ο φαρμακευτικός — Πολυετής πόα της οικογένειας των Χειλανθών ή Λαμπιατών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής στην Ελλάδα, σε δάση και λιβάδια της ορεινής και υποορεινής ζώνης. Είναι φαρμακευτικό φυτό, με αντιπυρετικές και αντισπαστικές ιδιότητες. Έχει βλαστούς τετραγωνικούς …   Dictionary of Greek

  • φαρμακευτικόν — φαρμακευτικός of masc acc sg φαρμακευτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακευτικαῖς — φαρμακευτικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακευτικοῖς — φαρμακευτικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακευτικοῦ — φαρμακευτικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακευτικούς — φαρμακευτικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακευτικῆς — φαρμακευτικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακευτική — φαρμακευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακευτικήν — φαρμακευτικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”