- φαρμακόεις
φαρμακόεις, όεσσα, όεν, = φαρμακώδης, bes. giftig, reich am φάρμακον; Nic. Al. 293 πόσιες φαρμακόεις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαρμακόεις, όεσσα, όεν, = φαρμακώδης, bes. giftig, reich am φάρμακον; Nic. Al. 293 πόσιες φαρμακόεις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαρμακόεις — poisoned masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακόεις — εσσα, εν, ΜΑ (για πρόσ.) γόης, μάγος αρχ. 1. δηλητηριώδης 2. δηλητηριασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
φαρμακόεντα — φαρμακόεις poisoned neut nom/voc/acc pl (epic) φαρμακόεις poisoned masc acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακοέσσαις — φαρμακόεις poisoned fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακοῦσσαι — φαρμακόεις poisoned fem nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακοῦσσαν — φαρμακόεις poisoned fem acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακούσσης — φαρμακόεις poisoned fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακόεντι — φαρμακόεις poisoned masc/neut dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακόεσσαι — φαρμακόεις poisoned fem nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακόεσσαν — φαρμακόεις poisoned fem acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek