- φαρετρεών
φαρετρεών, ῶνος, ὁ, = Vorigem, Her. 1, 216. 2, 141. 7, 61.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαρετρεών, ῶνος, ὁ, = Vorigem, Her. 1, 216. 2, 141. 7, 61.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαρετρεών — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρετρεών — ώνος, ὁ, Α η φαρέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρέτρα με παρέκταση εών (πρβλ. ἐσχάρα: ἐσχαρεών)] … Dictionary of Greek
φαρετρέων — φαρέτρα quiver fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρετρεῶνα — φαρετρεών masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρετρεῶνας — φαρετρεών masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρετρεῶνες — φαρετρεών masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρεός — ὁ, Α μεγάλο κομμάτι υφάσματος, φᾱρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρεκτεταμένη μορφή τής λ. φᾶρος* «ύφασμα» (< *φαρFεσ yο ), πρβλ. ἐγχείη, φαρέτρα: φαρετρεών] … Dictionary of Greek