φύλλιον

φύλλιον

φύλλιον, τό, = φυλλεῖον, auch, dim. zu φύλλον, Plat. com. bei Ath. II, 56 f.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φύλλιον — plate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλλίοις — φύλλιον plate neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλλίου — φύλλιον plate neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύλλια — φύλλιον plate neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλλιάζω — και φελλιάζω Ν (σχετικά με δένδρα) μπολιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμ φύλλιον «μπόλι» (πρβλ. θρονιάζω < ἐν θρονιάζω, θυμούμαι < ενθυμούμαι)] …   Dictionary of Greek

  • φύλλιο — το / φύλλιον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος πτερυγωτών εντόμων τής τάξης φάσματα, που είναι τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας φυλλιίδες αρχ. 1. μικρό φύλλο, φυλλαράκι 2. ονομασία μικρού σκεύους σε σχήμα φύλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον. Η λ., ως όρος τής… …   Dictionary of Greek

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”