φύλλωμα

φύλλωμα

φύλλωμα, τό, Belaubung, Laub, D. Sic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φύλλωμα — το, ΝΜΑ [φυλλῶ] το σύνολο τών φύλλων ενός φυτού νεοελλ. το σύνολο τών τύπων τών φύλλων που απαντούν στα φυτά …   Dictionary of Greek

  • φύλλωμα — το, ατος το σύνολο των φύλλων φυτού, η φυλλωσιά, η φυλλουριά: Και φτάνουν στα φυλλώματα του πένθιμου κισσού ...οι σπουργίτες (Ι. Γρυπάρης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυλλώμασι — φύλλωμα foliage neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευώνυμος — (evonymus). Γένος θάμνων ή αναρριχώμενων φυτών, αείφυλλων ή φυλλοβόλων, της οικογένειας των δικοτυλήδονων κηλαστριδών, ιθαγενών της Ιαπωνίας. Η οικογένεια περιλαμβάνει περίπου 125 είδη του βόρειου ημισφαιρίου, της ανατολικής Ασίας και της… …   Dictionary of Greek

  • σφένδαμνος — (acer). Γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των Aκεριδών, της τάξης των τερεβινθωδών. Λέγεται και άκερ και σφεντάμι. Περιλαμβάνει γύρω στα 200 είδη του βόρειου ημισφαίριου, από τα οποία ορισμένα απαντούν και στην Ελλάδα. Άλλα… …   Dictionary of Greek

  • ιπόμοια — Γένος φυτών της οικογένειας των κομβολβουλιδών. Περιλαμβάνει περίπου 300 είδη, που κατάγονται από τις τροπικές και υποτροπικές περιοχές. Πρόκειται κυρίως για μονοετείς ή πολυετείς πόες, έρπουσες ή αναρριχώμενες, με φύλλα κατ’ εναλλαγή… …   Dictionary of Greek

  • κομητικός — κομητικός, ή, όν (Α) 1. (για φυτό) αυτός που έχει πλούσιο φύλλωμα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κόμη «φύλλωμα δένδρου». Με τη σημ. 2. < κόμης] …   Dictionary of Greek

  • ονυχοφύλλωμα — το το φύλλωμα τών νυχιών, δηλ. τα ελάσματα που βρίσκονται στην εσωτερική επιφάνεια τής οπλής τών ζώων και χρησιμεύουν για τη σύνδεση τού τοιχώματος τού νυχιού με τα σαρκώδη τμήματα που βρίσκονται κάτω από το νύχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνυξ, υχος +… …   Dictionary of Greek

  • παβέτα — (pavetta). Δικοτυλίδονο φυτό της οικογένειας των ρουβιιδών με περισσότερα από 100 είδη, που ζουν σε τροπικά και παρατροπικά κλίματα. Είναι μικρά δέντρα ή θάμνοι, που έχουν σε μερικά είδη, πολύχρωμα παράφυλλα. Τα άνθη τους είναι κυρίως πρασινωπά ή …   Dictionary of Greek

  • δαφνοκέρασος — Αειθαλές καλλωπιστικό δενδρύλλιο της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι κέρασος ή προύνος ο δ. Είναι φυτό αυτοφυές στα ορεινά δάση της ανατολικής Θράκης, με λογχοειδή, δερματώδη και γυαλιστερά φύλλα, και… …   Dictionary of Greek

  • εσχολτζία — (escholtzia). Γένος μονοετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των παπαβεριδών (δικοτυλήδονα). Περιλαμβάνει περίπου 120 είδη της Νότιας Αμερικής. Είναι καλλωπιστικά φυτά και στην Ελλάδα είναι γνωστά με την ονομασία κιτρινοπαπαρούνα. Πιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”