φύλ-αρχος

φύλ-αρχος

φύλ-αρχος, ὁ, = φυλάρχης; Ar. Av. 799; Plat. Legg. IX, 880 d u. öfter, immer mit ἵππαρχος verbunden; vgl. Dem. 4, 26; Lys. 12, 44. – In Rom der praefectus tribuum, tribunus, D. Hal. 2, 7, Plut. Rom. 20.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλήραρχος — κλήραρχος, ὁ (Μ) ο προϊστάμενος κλήρου, δηλ. διοικητικής περιφέρειας, διαμερίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + αρχος (< ἀρχός < ἄρχω), πρβλ. δήμ αρχος, φύλ αρχος] …   Dictionary of Greek

  • κλίναρχος — κλίναρχος, ὁ (Α) πάπ. ο επικεφαλής τών μελών τής Ισιακής αδελφότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + αρχος (< ἀρχός < ἄρχω), πρβλ. δήμ αρχος, φύλ αρχος] …   Dictionary of Greek

  • κολοιάρχης — και κολοίαρχος, ὁ (Α) ο αρχηγός τών κολοιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοιός + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. αυλ άρχης, νομ άρχης. Ο τ. κολοίαρχος < κολοιός + αρχος (< ἀρχός < ἄρχω), πρβλ. δήμ αρχος, φύλ αρχος] …   Dictionary of Greek

  • εύαρχος — εὔαρχος, ον (Α) 1. αυτός που κυβερνά καλά 2. αυτός που κυβερνάται εύκολα 3. αυτός που αρχίζει καλά («εὔαρχος λόγος», Λουκιαν.) 4. (για τον πρώτο αγοραστή στην αγορά) αυτός που κάνει καλή αρχή, καλό «σεφτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ «καλώς» + αρχος (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”