- φύγ-εργος
φύγ-εργος, die Arbeit fliehend, scheuend, Ar. frg. in E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φύγ-εργος, die Arbeit fliehend, scheuend, Ar. frg. in E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φύγεργος — ον, Α αυτός που αποφεύγει την εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω* + εργος (< ἔργον), πρβλ. φίλ εργος] … Dictionary of Greek