φόριμος

φόριμος

φόριμος, 1) tragbar, fruchtbar, δένδρον Gemin. 8 (IX, 414), übh. zuträglich, nützlich. – 2) ἡ φορίμη, eine Art στυπτηρία, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φόριμος — fruitful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόριμος — ίμη, ον, θηλ. και ος, ΜΑ το θηλ. ως ουσ. ἡ φορίμη είδος στυπτηρίας αρχ. 1. (για δέντρα και για τη γη) καρποφόρος, παραγωγικός 2. (κατά τον Ησύχ.) χρήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρω + κατάλ. ιμος (πρβλ. γόν ιμος)] …   Dictionary of Greek

  • φόριμον — φόριμος fruitful masc/fem acc sg φόριμος fruitful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορίμους — φόριμος fruitful masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορίμων — φόριμος fruitful masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτιφόριμος — ον, Α (δωρ. τ.) πρόσφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + φόριμος«γόνιμος» (< φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”