- φόρετρον
φόρετρον, τό, Trägerlohn, Poll. 133.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φόρετρον, τό, Trägerlohn, Poll. 133.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φόρετρον — και φόρεθρον και φόλετρον και φόλλετρον, τὸ, Α αμοιβή που δίνεται για μεταφορά φορτίων, κόμιστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρω + επίθημα ε τρον (πρβλ. θέρ ε τρον). Ο τ. φόρεθρον με επίθημα θρον*, ενώ οι τ. φόλετρον,… … Dictionary of Greek
ALABASTRUM proprie idem est — quod φορεῖον vel φόρετρον, vas vel instrumentum alicui rei gerendae aptum, Attice ἀλάβαςτρον, pro ἀνάβαςτρον. Unde et ἀλάβαςτρο??? perticae vel fustes gerendis oneribus accommodae; et ἀλάβαςτρο : vasa quoque unguentaria et inde lapis Alabastrites … Hofmann J. Lexicon universale
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
φορετρίζω — και φολετρίζω Α [φόρετρον] 1. φορτώνω τα φορτία στα ζώα 2. μεταφέρω … Dictionary of Greek
φόλετρον — τὸ, Α βλ. φόρετρον … Dictionary of Greek
φόλλετρον — τὸ, Α βλ. φόρετρον … Dictionary of Greek
φόρεθρον — τὸ, Α βλ. φόρετρον … Dictionary of Greek