φωνάεις

φωνάεις

φωνάεις, dor. = φωνήεις, aber auch in sp. Prosa, wie bei Plut. u. Ath. vorkommend, s. Lob. Phryn. 639.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φωνάεις — εσσα, εν, Α (αιολ. και δωρ. τ.) βλ. φωνήεις …   Dictionary of Greek

  • φωνήεις — και αιολ. και δωρ. τ. φωνάεις, εσσα, εν, και συνηρ. τ. φωνῆς, ῆντος, Α 1. ο προικισμένος με φωνή, αυτός που έχει και εκπέμπει φωνή («ζώοισιν ἐοικότα φωνήεσσιν», Ησίοδ.) 2. (για λόγο) καθαρός, σαφής 3. (για τη λύρα) αυτός που παράγει μουσικό ήχο 4 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”