- φωνητήριος
φωνητήριος, = Folgendem, φωνητήρια ὄργανα, Sprachwerkzeuge, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φωνητήριος, = Folgendem, φωνητήρια ὄργανα, Sprachwerkzeuge, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φωνητήριος — α, ο / φωνητήριος, ία, ον, ΝΑ αυτός με τον οποίο συντελείται η παραγωγή τής φωνής (α. «φωνητήρια όργανα» τα όργανα με τα οποία αρθρώνονται και μορφοποιούνται οι ήχοι σε φθόγγους, όπως είναι η γλώσσα, τα δόντια, ο φάρυγγας κ.ά. β. «φωνητήριον… … Dictionary of Greek
φωνητηρίων — φωνητήριος of speech fem gen pl φωνητήριος of speech masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητήριον — φωνητήριος of speech masc acc sg φωνητήριος of speech neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητηρίοις — φωνητήριος of speech masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητηρίου — φωνητήριος of speech masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητήρια — φωνητήριος of speech neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՁԱՅՆԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0146 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 12c, 13c, 14c ա. φωνητικός, φωνητήριος, φωνήεις vocalis, voce praeditus. Որ ինչ ա՛նկ է կամ օգտէ ձայնի. եւ Ունօղ կամ հանօղ զձայն. *Ձայնական գործարան, կա գործիք (լեզու, շնչերակք).… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)