- φωτο-δότης
φωτο-δότης, ὁ, der Lichtgeber, wie φωςφόρος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φωτο-δότης, ὁ, der Lichtgeber, wie φωςφόρος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοπροδότης — κοπροδότης, ὁ (Μ) αυτός που κοπρίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος + δότης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. ζωο δότης, φωτο δότης] … Dictionary of Greek
σοφοδότις — ότιδος, ἡ, Α αυτή που δίνει σοφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + δότις, θηλ. τού δότης (< δίδωμι), πρβλ. φωτο δότις] … Dictionary of Greek