- φωτεινο-ειδής
φωτεινο-ειδής, ές, lichtartig, Schol. Eur. Hipp. 740.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φωτεινο-ειδής, ές, lichtartig, Schol. Eur. Hipp. 740.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δακτυλιοειδής — ( ούς), ές 1. αυτός που έχει σχήμα δακτυλίου 2. ανατ. «δακτυλιοειδής χόνδρος» ο κατώτερος από αυτούς που αποτελούν τον σκελετό τού λάρυγγα 3. αστρον. «δακτυλιοειδής έκλειψη ηλίου» ηλιακή έκλειψη κατά την οποία ο μαύρος δίσκος τής Σελήνης δεν… … Dictionary of Greek