- φωσσώνιον
φωσσώνιον od. φωσώνιον, τό, dim. von φώσσων, ein Stück grobe Leinwand, Luc. Lexiph. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φωσσώνιον od. φωσώνιον, τό, dim. von φώσσων, ein Stück grobe Leinwand, Luc. Lexiph. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φωσσώνιο — το / φωσσώνιον, ΝΑ βλ. φωσώνιο … Dictionary of Greek
φωσώνιο — Bλ. λ. γολέτα. * * * και φωσσώνιο, το / φωσσώνιον ἡ φωσώνιον, ΝΑ [φώσσων / φώσων] νεοελλ. ναυτ. το πάνω από το δολώνιο τετράγωνο ιστίο τού ακάτιου ιστού, κν. πλωριός παπαφίγκος αρχ. λινό προσόψιο ή πετσέτα μπάνιου … Dictionary of Greek