- φωρίδιος
φωρίδιος, poet. = φώριος, gestohlen, Leon. Al. 42 (IX, 348).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φωρίδιος, poet. = φώριος, gestohlen, Leon. Al. 42 (IX, 348).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φωρίδιος — stolen masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωρίδιος — ία, ον, Α (ποιητ. τ.) φώριος*, κλεμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φώρ + κατάλ. ίδιος (πρβλ. αἰφν ίδιος, οἰκ ίδιος)] … Dictionary of Greek
φωρίδιον — φωρίδιος stolen masc acc sg φωρίδιος stolen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωριδίοισιν — φωρίδιος stolen masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωριδίῳ — φωρίδιος stolen masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)