φωριαμός

φωριαμός

φωριαμός, , ein Kasten, eine Kiste, bes. um Kleider u. Wäsche darin aufzubewahren; φωριαμῶν ἐπιϑήματα κάλ' ἀνέῳγεν, ἔνϑεν ἔξελε πέπλους Il. 24, 228, wie Od. 15, 104; nach Eustath. von φώριος, Geräth, um darin Etwas zu verbergen, nach Andern von φέρω, ein Tragkasten.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φωριαμός — chest fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωριαμός — ἡ, Α (ποιητ. τ.) κιβώτιο για τη φύλαξη ρούχων, σεντούκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρική λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. δάνεια. Παλαιότερα η λ. συνδεόταν με τις λ. φώρ* (< φέρω) «κλέφτης», φώριος «κλεμμένος», ενώ, κατά τις νεώτερες απόψεις, η λ. φωριαμός ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • φωριαμός — ο κιβώτιο ή ντουλάπα για τη φύλαξη ρουχισμού ή βιβλίων, φακέλων κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωριαμοῖο — φωριαμός chest fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωριαμοῖς — φωριαμός chest fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωριαμοῖσι — φωριαμός chest fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωριαμοῖσιν — φωριαμός chest fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωριαμοί — φωριαμός chest fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωριαμούς — φωριαμός chest fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωριαμῶν — φωριαμός chest fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωριαμῷ — φωριαμός chest fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”