- φυξ-ήλιος
φυξ-ήλιος, die Sonne fliehend, den Schatten suchend, Nic. Th. 660.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυξ-ήλιος, die Sonne fliehend, den Schatten suchend, Nic. Th. 660.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φύξηλις — ήλιος και ήλιδος, ὁ, ἡ, Α φυγόμαχος, δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυξ τής μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. φεύγω* (πρβλ. το ριζικό όν. φύξ) + επίθημα ηλ ις (< επίθημα * ēl , πρβλ. ἀνθ ήλ η, χαμ ηλ ός + κατάλ. ίς). Για το ζεύγος φύξ ι ς: φύξ ηλ ις,… … Dictionary of Greek
φυξήλιος — ον, Α αυτός που αποφεύγει τον ήλιο, που θέλει σκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυξ ι (βλ. λ. φεύγω, φύξις) + ἥλιος (πρβλ. μισ ήλιος)] … Dictionary of Greek