φυλλίτης

φυλλίτης

φυλλίτης, , fem. φυλλῖτις, = φύλλινος; ἀγὼν φυλλίτης, wie στεφανίτης, ein Wettkampf, dessen Siegespreis in Laubkränzen besteht, VLL.; Poll. 3, 153 steht φυλλίνας ἀγῶνας. – Ἡ φυλλῖτις, eine aus lauter Blättern bestehende Pflanze, Hirschzunge, asplenium scolopendrium, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φυλλίτης — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. (πετρογρ.) λεπτοκοκκώδες μεταμορφωμένο πέτρωμα, που σχηματίζεται από την ανασύσταση λεπτόκοκκων μητρικών ιζηματογενών πετρωμάτων και παρουσιάζει χαρακτηριστική σχιστότητα, τάση για διαχωρισμό σε φυλλάρια ή πλάκες 2. βοτ. καθένα… …   Dictionary of Greek

  • Астрофиллит — [φύλλιτης (τиллитес) листоватый] м л, (К2, Na2, Ca)(Fe, Mn)4(Ti, Zr)(OH|Si2O7]2; примесь Ba, Mg, Nb. Трикл. К лы пластинчатые, игольчатые. Сп. сов. по {100}, несов. по {001}. Агр.: звездчатые,… …   Геологическая энциклопедия

  • Лампрофиллит — [φυλλιτης (τиллитес) листоватый; λαμ προς (λямпрос) блестящий] м л, Na3Sr2Ti3 [(O,OH,F)2|Si2O7]2. Ромб. К лы пластинчато удлиненные. Сп. сов. по уплощению. Агр.… …   Геологическая энциклопедия

  • ηλιοφυλλίτης — Ορυκτό αποτελούμενο από χλωριούχο μόλυβδο και αρσενικό μόλυβδο με χημικό τύπο 2PbCl2Pb4As2O7. Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα, έχει υαλώδη λάμψη, σκληρότητα 2,5 3 και ειδικό βάρος 7,14. Το χρώμα του είναι ανοιχτοκίτρινο έως πρασινωπό.… …   Dictionary of Greek

  • φυλλάριο — το / φυλλάριον, ΝΜΑ μικρό φύλλο, φυλλαράκι νεοελλ. 1. βοτ. α) κάθε υποδιαίρεση τού ελάσματος ενός σύνθετου φύλλου β) παλαιότερη ονομασία γένους φαιοφυκών 2. (ορυκτ. πετρογρ.) καθεμία από τις λεπτές πλάκες στις οποίες διαχωρίζονται ή τείνουν να… …   Dictionary of Greek

  • φυλλίνης — ὁ, Α 1. είδος κυκεώνα 2. φρ. «φυλλίνης ἀγών» ο φυλλίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + επίθημα ίνης (πρβλ. ἐργατ ίνης: ἐργάτης), το οποίο απαντά κυρίως σε κύρια ον. (πρβλ. Αἰσχ ίνης)] …   Dictionary of Greek

  • φυλλονίτης — ο, Ν (πετρογρ.) φυλλώδες μεταμορφωμένο πέτρωμα που σχηματίζεται με δυναμομεταμόρφωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phyllonite < phyll(ite) (βλ. φυλλίτης) + (myl)onite (βλ. μυλονίτης)] …   Dictionary of Greek

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”