φυλλο-βόλος

φυλλο-βόλος

φυλλο-βόλος, die Blätter, das Laub abwerfend, verlierend, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιοβόλος — (I) ον (ΑΜ ἰοβόλος, ον) (για τόξο) αυτό που ρίχνει βέλος, αυτό που τοξεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (II) + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυρο βόλος, σφαιρο βόλος]. (II) ο (ΑΜ ἰοβόλος, ον) 1. αυτός που χύνει δηλητήριο, δηλητηριώδης, φαρμακερός… …   Dictionary of Greek

  • χιονοβόλος — α, ο / χιονοβόλος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Ν αυτός που ρίχνει χιόνι, που χιονίζει νεοελλ. φρ. «χιονοβόλος ημέρα» ημέρα κατά την οποία χιονίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. φυλλο βόλος, χαλαζο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • κριοβόλος — κριοβόλος, ον (Α) φρ. «κριοβόλος τελετή» τελετή κατά την οποία φονεύονταν κριάρια προς τιμήν τού Ἀτυος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος, φυλλο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • ριζοβόλος — ο / ῥιζοβόλος, ον, ΝΑ νεοελλ. το φυτό καρυόκαρο(ν) αρχ. αυτός που βγάζει ρίζες, που ριζοβολάει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. φυλλο βόλος)] …   Dictionary of Greek

  • σταφυλοβόλος — ον, Α κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή τού σταφυλοβολείου («πλίνθοι σταφυλοβόλοι», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + βόλος (< βάλλω), πρβλ. φυλλο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

  • Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… …   Deutsch Wikipedia

  • οδοντοβολώ — ὀδοντοβολῶ, έω (Μ) αποβάλλω τα δόντια μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + βολῶ (< βόλος < βάλλω), πρβλ. φυλλο βολώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”