- φυλλό-κομος
φυλλό-κομος, mit Blättern behaart, dicht belaubt, Ar. Av. 217. 742.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυλλό-κομος, mit Blättern behaart, dicht belaubt, Ar. Av. 217. 742.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεντρόκομος — κεντρόκομος, ον (Μ) αυτός που έχει ως κόμη κεντριά, αγκάθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + κομος (< κόμη «μαλλί»), πρβλ. εχιδνό κομος, φυλλό κομος] … Dictionary of Greek
κυπαρισσόκομος — κυπαρισσόκομος, ον (Α) (για δένδρο) αυτός που έχει φύλλωμα κυπαρισσιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυπάρισσος + κομος (< κόμη), πρβλ. ιππό κομος, φυλλό κομος] … Dictionary of Greek
υλόκομος — ον, Α ο καλυμμένος από δάση, δασώδης, δρυμώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + κομος (< κόμη), πρβλ. φυλλό κομος] … Dictionary of Greek