- φυλλό-στρωτος
φυλλό-στρωτος, mit Blättern, Laub überstreu't, bedeckt, λεῖπε χαμεύνας φυλλοστρώτους Eur. Rhes. 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυλλό-στρωτος, mit Blättern, Laub überstreu't, bedeckt, λεῖπε χαμεύνας φυλλοστρώτους Eur. Rhes. 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κερόστρωτος — κερόστρωτος, ον (Α) ο στρωμένος με κέρατα ή με κεράτινα τεμάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + στρωτός (< στρώννυμι), πρβλ. λιθό στρωτος, φυλλό στρωτος] … Dictionary of Greek
χορτόστρωτος — ον, ΜΑ στρωμένος με χόρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + στρωτός (< στρώννυμι «στρώνω»), πρβλ. φυλλό στρωτος] … Dictionary of Greek
χρυσόστρωτος — ον, ΜΑ στρωμένος με χρυσοποίκιλτα στρωσίδια («χρυσοστρώτου... κλίνης», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + στρωτος (< στρώννυμι), πρβλ. φυλλό στρωτος] … Dictionary of Greek