φυλακίτης

φυλακίτης

φυλακίτης, , der Gefangene, Nicet.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φυλακίτης — φυλακί̱της , φυλακίτης police official masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακίτης — ὁ, ΜΑ φυλακισμένος, κλεισμένος στη φυλακή αρχ. (στην Αίγυπτο) όργανο τής τάξης, αστυνομικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλαξ, ακος + κατάλ. ίτης*] …   Dictionary of Greek

  • συμφυλακίτης — ὁ, θηλ. συμφυλακῑτις, ίτιδος, ΜΑ 1. αυτός που είναι φυλακισμένος μαζί με κάποιον άλλον 2. αυτός που υπηρετεί ως φυλακίτης* μαζί με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φυλακίτης «κρατούμενος, φυλακισμένος»] …   Dictionary of Greek

  • φυλακιτεύω — Α [φυλακίτης] (στην αρχ. Αίγυπτο) υπηρετώ ως φυλακίτης*, ως αστυφύλακας …   Dictionary of Greek

  • φυλακίτας — φυλακί̱τᾱς , φυλακίτης police official masc acc pl φυλακί̱τᾱς , φυλακίτης police official masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακίτις — ίτιδος, ἡ, Α (στους Πυθαγορείους) ο αριθμός επτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. θηλ. τού φυλακίτης* από φύλαξ, ακος + κατάλ. ῖτις / ίτιδα*] …   Dictionary of Greek

  • φυλακιτικός — ή, όν, Α [φυλακίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φυλακίτας, στους αστυνομικούς τής Αιγύπτου («φυλακιτικὸς κλῆρος», πάπ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυλακιτικόν το ποσό που κατέβαλλαν οι ιδιοκτήτες καταστημάτων, αποθηκών ή αγρών για να… …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • φυλακίταις — φυλακί̱ταις , φυλακίτης police official masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακίτην — φυλακί̱την , φυλακίτης police official masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακίτου — φυλακί̱του , φυλακίτης police official masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”