φυλακτήρ

φυλακτήρ

φυλακτήρ, ῆρος, ὁ, = φύλαξ, Il. 9, 66. 80 u. sonst.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φυλακτήρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακτῆρας — φυλακτήρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακτῆρες — φυλακτήρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακτήρεσσιν — φυλακτήρ masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακτήρων — φυλακτήρ masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακτάριον — τὸ, ΜΑ, και φυλακτάρεον Μ [φυλακτήρ] συν. στον πληθ. τὰ φυλακτάρια και φυλακτάρεα (στο Βυζ.) μικρές εικόνες ή άλλα καθαγιασμένα σε ναούς αντικείμενα ή άγια λείψανα, τα οποία κρεμούσαν για θεϊκή προστασία στους ιστούς τών πλοίων τού στόλου τής… …   Dictionary of Greek

  • φυλακτήρας — ο / φυλακτήρ, ῆρος, ΝΑ νεοελλ. μέρος τού σπαθιού ή τού ξίφους που προφυλάσσει το χέρι από τα χτυπήματα τού αντιπάλου αρχ. 1. φύλακας, φρουρός 2. αυτός που διατηρεί, που φυλάγει κάτι μέσα του («λάκκους φυλακτῆρας ὑδάτων», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • φυλακτήριος — ία, ον, ΜΑ [φυλακτήρ] 1. αυτός που χρησιμεύει για φύλαξη, για προστασία (α. «τοῑς περὶ τὰ τοιαῡτα φυλακτηρίοις τε καὶ ἐπιστάταις ὀργάνων», Πλάτ. β. «φυλακτήριος τῶν συνειληφυιῶν», Διοσκ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυλακτήριον α) μέσο προστασίας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”