- φυματίας
φυματίας, ὁ, Einer, der Auswüchse, Geschwüre hat, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυματίας, ὁ, Einer, der Auswüchse, Geschwüre hat, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυματίας — ὁ, Α 1. αυτός που έχει φύματα, εξογκώματα ή οιδήματα στο σώμα 2. φυματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦμα, φύματος + κατάλ. ίας* (πρβλ. πλασματ ίας, τραυματ ίας)] … Dictionary of Greek
φυματίαι — φυματίας one who has tumours masc nom/voc pl φυματίᾱͅ , φυματίας one who has tumours masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)