- φυγ-αίχμης
φυγ-αίχμης, ὁ, den Speer, den Krieg fliehend, unkriegerisch, feig, Aesch. Pers. 984 u. sp. D., wie Callim. frg. 117.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυγ-αίχμης, ὁ, den Speer, den Krieg fliehend, unkriegerisch, feig, Aesch. Pers. 984 u. sp. D., wie Callim. frg. 117.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek
μεναίχμης — μεναίχμης, δωρ. τ. μεναίχμας, ὁ (Α) 1. αυτός που αντέχει στη μάχη 2. φρ. (ως θηλ. επιθ.) «χειρὶ μεναίχμᾳ» με δυνατό, ατρόμητο χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν τού μένω + αίχμης (< αιχμή), πρβλ. καρτερ αίχμης, φυγ αίχμης] … Dictionary of Greek
φυγαίχμης — ου, και δωρ. τ. φυγαίχμας, α, ὁ, Α 1. αυτός που αποφεύγει το ακόντιο 2. (κατ επέκτ.) δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ τού αορ. ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω* + αἰχμή (πρβλ. καρτερ αίχμης)] … Dictionary of Greek