φυγό-μαχος

φυγό-μαχος

φυγό-μαχος, die Schlacht, den Krieg oder Streit fliehend, vermeidend, Simonds bei Stob. fl. 118, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κακόμαχος — κακόμαχος, ον (Α) αυτός που μάχεται με δολιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. φιλό μαχος, φυγό μαχος] …   Dictionary of Greek

  • κλαυσίμαχος — κλαυσίμαχος, ον (Α) (ως κωμ. λογοπαίγνιο τού Αριστοφ. για το όνομα Λάμαχος) αυτός που επιθυμεί σφοδρά να πολεμήσει («υἱὸς Λαμάχου,... εἰ σὺ μὴ εἴης ἀνδρὸς βουλομάχου καὶ κλαυσιμάχου τινὸς υἱός», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυσι (< κλαίω, πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • φυγόμαχος — η, ο / φυγόμαχος, ον, ΝΜΑ αυτός που αποφεύγει τη μάχη λόγω δειλίας νεοελλ. μτφ. αυτός που υποχωρεί μπροστά στις δυσκολίες, που δεν καταβάλλει έντονες προσπάθειες για την επίτευξη ενός στόχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”