- φυγό-πονος
φυγό-πονος, Arbeit, Anstrengung fliehend, arbeitsscheu, Pol. 40, 6,10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυγό-πονος, Arbeit, Anstrengung fliehend, arbeitsscheu, Pol. 40, 6,10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσοπόνος — θαλασσοπόνος, ον (Μ ο ναυτικός ή ο ψαράς που μοχθεί, που κοπιάζει στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πόνος (< πόνος «κόπος, μόχθος»), πρβλ. παυσί πονος, φυγό πονος] … Dictionary of Greek
καλλίπονος — καλλίπονος, ον (Μ) αυτός που εργάζεται με δεξιοτεχνία ώστε να παραγάγει αληθινά αριστουργήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πονος (< πόνος «κόπος»), πρβλ. φιλό πονος, φυγό πονος] … Dictionary of Greek
μισόπονος — μισόπονος, ον (Α) αυτός που μισεί και αποστρέφεται την εργασία, τον κόπο και κάθε άλλη φροντίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + πονος (< πόνος), πρβλ. φυγό πονος] … Dictionary of Greek
φιλόπονος — η, ο / φιλόπονος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά την εργασία, φιλόμοχθος, φίλεργος, εργατικός αρχ. 1. (για πράγμ. ή εγχείρημα) κοπιαστικός («νῦν δ ἐπειδὴ ὁ φιλοπονώτατος πόλεμος ἀναπέπαυται», Ξεν.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπονον η φιλοπονία 3. φρ.… … Dictionary of Greek
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek
φυγόπονος — η, ο / φυγόπονος, ον, ΝΜΑ αυτός που αποφεύγει τους κόπους, την εργασία, οκνηρός, τεμπέλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω*) + πόνος (πρβλ. μισό πονος, παυσί πονος)] … Dictionary of Greek
ωμοπονία — ἡ, ΜΑ πόνος τών ώμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + πονία (< πονος < πόνος), πρβλ. φυγο πονία] … Dictionary of Greek