- φυτώριον
φυτώριον, τό, Pflanzschule, Baumschule, Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυτώριον, τό, Pflanzschule, Baumschule, Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυτώριον — nursery neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτωρίοις — φυτώριον nursery neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτωρίου — φυτώριον nursery neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτωρίων — φυτώριον nursery neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτωρίῳ — φυτώριον nursery neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτώρια — φυτώριον nursery neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσιτεύω — Μ (το παθ.) προσιτεύομαι τρέφω προηγουμένως («φυτώριον... ἐν ᾧ τὰ φυτὰ μεταφυτεύεσθαι μέλλοντα κατατίθεται καὶ ὡς οἱ Βιθυνοὶ λέγουσι προσιτεύεται», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σιτεύω «τρέφω»] … Dictionary of Greek
φυτούριον — τὸ, ΜΑ βλ. φυτώριον … Dictionary of Greek
φυτώριο — το / φυτώριον, ΝΜΑ, και φυτούριον ΜΑ έκταση γης όπου μεταφυτεύονται τα νεαρά δενδρύλλια από το σπορείο ή φυτεύονται τα σπέρματα που μόλις έχουν βλαστήσει και δίνουν φυτάρια με ζωηρή ανάπτυξη τον πρώτο χρόνο και από όπου τα νεαρά φυτά… … Dictionary of Greek