φυτάλιος

φυτάλιος

φυτάλιος, ον, auch 3 Endgn, = φυτάλμιος; φυτάλιος Ζεύς, Herm. Orph. Hymn. 15, 9; Poll. 1, 24. – [Υ an sich kurz, des Verses wegen lang gebraucht.]


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φυτάλιος — ον, Α φυτάλμιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το επίθ. έχει σχηματιστεί από το θ. φῠ τού φύω* με επίθημα ταλ ιος (βλ. λ. φυταλιά), ενώ, κατ άλλους, έχει προέλθει από το ουσ. φυτόν με επίθημα άλιος (πρβλ. νηφ άλιος)] …   Dictionary of Greek

  • φυτάλιον — φυτάλιος masc/fem acc sg φυτάλιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυτάλιε — φυτάλιος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυτάλιοι — φυτάλιος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυτάλμιος — ον, θηλ. και φυταλμία, Α 1. (κυρίως ως προσωνυμία θεών, όπως τού Διός, τού Διονύσου και τού Ποσειδώνος) αυτός που γεννά ή αυτός που τρέφει 2. αυτός που υπάρχει ή προέρχεται από τη φύση, σύμφυτος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυτάλμιον η παραγωγική δύναμη …   Dictionary of Greek

  • φυταλιά — και επικ. και ιων. τ. φυταλιή, ἡ, Α 1. τόπος με δέντρα ή τόπος φυτεμένος με αμπέλια, σε αντιδιαστολή, κυρίως, προς τη σπαρμένη γη 2. φυτό 3. (ειδικά) α) η ελιά β) η άμπελος 4. χρόνος κατάλληλος για καλλιέργεια φυτών, το δεύτερο ήμισυ τού χειμώνα… …   Dictionary of Greek

  • φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”