φυτάνη

φυτάνη

φυτάνη, ἡ, = φυταλιά, Galen. Gloss.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φυτάνη — η, Ν (βιοχ.) υδρογονάνθρακας, συντεθειμένος αποκλειστικά από ζωντανούς οργανισμούς, παράγωγο τής χλωροφύλλης, ο οποίος απαντά σε δείγματα πετρωμάτων ηλικίας έως τριών δισεκατομμυρίων ετών και χρησιμεύει για τον υπολογισμό τού χρόνου δημιουργίας… …   Dictionary of Greek

  • φιντάνι — και φυντάνι, το, Ν 1. μικρό, νεαρό φυτό 2. μικρός βλαστός, βλαστάρι 3. φυτώριο 4. μτφ. νιόβγαλτος, πρωτόβγαλτος, φιντανάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fidan < φυτάνη «εποχή τής φύτευσης»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”