- φυτο-κόμος
φυτο-κόμος, = dem ältern poet. φυτηκόμος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυτο-κόμος, = dem ältern poet. φυτηκόμος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερνοκόμος — ἐρνοκόμος, ὁ (Α) αυτός που φροντίζει, που περιποιείται τα νεαρά φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. έρνος «νεαρό φυτό» + «κόμος (< κομώ «φροντίζω»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ιππο κόμος τραπεζο κόμος)] … Dictionary of Greek
φυτήκομος — ον, Α 1. (για φυτό) αυτός που έχει χονδρούς κλάδους 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει πυκνή κόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. ξανθό κομος] … Dictionary of Greek
χλοηκομώ — έω, Α έχω πράσινο χρώμα όπως η χλόη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + κομῶ (< κομος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. φυτο κομῶ] … Dictionary of Greek