φυτο-εργός

φυτο-εργός

φυτο-εργός, = φυτουργός, D. Per. 997.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιξοεργός — ἰξοεργός, όν (Α) αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + εργός (< ἔργον), πρβλ. σκοτο εργός φυτο εργός] …   Dictionary of Greek

  • κλυτοεργός — κλυτοεργός, όν (Α) ονομαστός για τα έργα του ή για την τέχνη του, κλυτοτέχνης* («Ἥφαιστον κλυτοεργόν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + εργός (< ἔργον), πρβλ. ιερο εργός, φυτο εργός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”