φυτο-φόρος

φυτο-φόρος

φυτο-φόρος, Gewächse od. Pflanzen tragend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • κηροφόρος — α, ο (Α κηροφόρος, ον) αυτός που παράγει κερί («κηροφόρο φυτό») νεοελλ. αυτός που φέρει, που κρατά κερί αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo κηροφόρον ο κηροστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. δρεπανη φόρος, καρποφόρος] …   Dictionary of Greek

  • εριοφόρος — ο (AM ἐριοφόρος, ον) αυτός που φέρει ή παράγει έριο ή ουσία όμοια με έριο νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το εριοφόρο γένος φυτών τής οικογένειας τών κυπειρωδών 2. φάρμακο το οποίο δίνεται για την καταπολέμηση σκουληκιών που αναπτύσσονται στα έντερα… …   Dictionary of Greek

  • καυλοφορώ — καυλοφορῶ, έω (Α) (για φυτό) έχω καυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός «βλαστός» + φορῶ (< φόρος < φόρος < φέρω), πρβλ. δαφνη φορώ, στεφανη φορώ] …   Dictionary of Greek

  • πολυφόρος — ον, ΜΑ (για γη, τόπο, δένδρο, φυτό) αυτός που αποφέρει πολλά, γόνιμος, παραγωγικός, πολύκαρπος αρχ. 1. (για δυνατό κρασί) αυτός που μπορεί να δεχθεί πολύ νερό, να νοθευθεί με μεγάλη ποσότητα νερού 2. μτφ. α) ο υπαίτιος για πολλές καταστάσεις… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • σπερμοφόρος — ο / σπερμοφόρος, ον, ΝΑ, θηλ. και α Ν νεοελλ. σπερματοφόρος αρχ. 1. αυτός που φέρει ή εγκλείει σπέρμα 2. (για φυτό) γεμάτος σπέρματα, γεμάτος σπόρους 3. φρ. «σπερμοφόρον πήρην» σακούλι γεμάτο στάρι (Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα + φόρος (<… …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • στυλοφόρος — ο, Ν 1. (για φυτό) αυτός που έχει άνθη τών οποίων οι ωοθήκες έχουν στύλο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα στυλοφόρα βοτ. άλλη ονομασία τής τάξης αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών μαλβώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στύλος + φόρος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”