- φυτο-τρόφος
φυτο-τρόφος, Gewächse, bes. Bäume ziehend, pflegend, ὁ φ., der Gärtner, Ap. Rh. 3, 1401.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυτο-τρόφος, Gewächse, bes. Bäume ziehend, pflegend, ὁ φ., der Gärtner, Ap. Rh. 3, 1401.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαία — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Τιτάνα Άτλαντα και της Πληιόνης, από τη σχέση της οποίας με τον Δία γεννήθηκε ο Ερμής. Πολλοί ποιητές έχουν εξυμνήσει την ομορφιά της και τη θεωρούν ως την πιο όμορφη από τις Πλειάδες. Αναφέρεται άλλωστε… … Dictionary of Greek
μυκοτρόφος — ο (για φυτό) αυτό που φέρει στις ρίζες του μύκητες οι οποίοι καλούνται μυκόρριζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. mycotrophe (< μύκης «μύκητας» + τρόφος < τρέφω)] … Dictionary of Greek
ριζοτροφώ — έω, Α σχηματίζω, βγάζω ρίζες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + τροφῶ (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. φυτο τροφῶ] … Dictionary of Greek
σκιατροφώ — και αττ. τ. σκιατραφῶ και ιων. τ. σκιητροφῶ και σκιοτροφῶ, έω, Α 1. ανατρέφω κάποιον ή κάτι στη σκιά, στο σπίτι 2. συνεκδ. ανατρέφω με τρόπο μαλθακό, τρυφηλό 3. μέσ. σκιατροφοῡμαι, έομαι α) μένω στη σκιά, αποφεύγω τον ήλιο β) (κατ επέκτ.) είμαι… … Dictionary of Greek
υλοτροφώ — έω, Μ ρίχνω ξύλα στη φωτιά, τροφοδοτώ τη φωτιά με ξύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + τροφῶ (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. φυτο τροφῶ] … Dictionary of Greek
υποκείμενο — Το κύριο στοιχείο, το σημείο αφετηρίας μέσα στην πρόταση. Στο γραμματικό υ., που αναγνωρίζεται εύκολα, καθόσον προσδιορίζει το πρόσωπο και τον αριθμό του ρήματος (π.χ. τα άλογα τρέχουν, εσύ τρέχεις) και συνεπώς έχει ένα σαφές μορφολογικό γνώρισμα … Dictionary of Greek