φυτεία

φυτεία

φυτεία, , 1) das Pflanzen, die Pflanzung, übertr., die Erzeugung; Xen. oec. 7, 20; vgl. Plat. Theag. 121 c; Plut. Alex. 35, oft. – 2) der Wuchs der Pflanze, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φυτεία — φυτείᾱ , φυτεία planting fem nom/voc/acc dual φυτείᾱ , φυτεία planting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυτείᾳ — φυτείᾱͅ , φυτεία planting fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυτεία — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 470 μ.) του νομού Ημαθίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (44 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, το Κουτσοχώρι (υψόμ. 670 μ.) και ο Άγιος Νικόλαος. * * * η, Ν 1. (με περιλπτ. σημ.) νεαρά… …   Dictionary of Greek

  • φυτεία — I 1. τα νεαρά φυτά που μεταφυτεύτηκαν και καλλιεργούνται σε χωράφι ή κήπο. 2. το νεαρό αμπέλι πριν ακόμη βγάλει καρπούς. II 1. τόπος κατάφυτος από ορισμένο είδος φυτών, τόπος φυτεμένος με κάτι: Φυτεία ζαχαροκάλαμου. 2. το σύνολο των φυτών που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυτείας — φυτείᾱς , φυτεία planting fem acc pl φυτείᾱς , φυτεία planting fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυτείαν — φυτείᾱν , φυτεία planting fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυτειῶν — φυτεία planting fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυτεῖαι — φυτεία planting fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυτείαις — φυτεία planting fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυτείῃ — φυτεία planting fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καφεοφυτεία — η φυτεία με καφεόδεντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφέ α (με συνδετικό φωνήεν ο) + φυτεία (< φυτεία < φυτεύω), πρβλ. βαμβακο φυτεία, σταφιδο φυτεία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”