- φυσικίλλος
φυσικίλλος, ὁ, eine Art Brot, lakon. Wort, Ath. IV, 139 a, wo φυσίκιλλος betont ist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυσικίλλος, ὁ, eine Art Brot, lakon. Wort, Ath. IV, 139 a, wo φυσίκιλλος betont ist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυσίκιλλος — ὁ, Α (λακων. τ.) είδος ψωμιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» (πρβλ. και φυσακτήρ «είδος ψωμιού»)] … Dictionary of Greek
φυσίκιλλον — φυσίκιλλος bread masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)