- φρῦνος
φρῦνος, ὁ, die Kröte, wie φρύνη; Arist. H. A. 9, 40; Apolld. 2, 8,4 u. A.; bei Babr. 28, 6 auch ἡ φρῦνος; aber 24, 4 masc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρῦνος, ὁ, die Kröte, wie φρύνη; Arist. H. A. 9, 40; Apolld. 2, 8,4 u. A.; bei Babr. 28, 6 auch ἡ φρῦνος; aber 24, 4 masc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρῦνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρύνος — ο / φρῡνος, ΝΜΑ, και φροῡνος Μ, και φρῡνος, ἡ, Α βάτραχος νεοελλ. ζωολ. γενική κοινή ονομασία συνήθως μεγαλόσωμων άνουρων αμφιβίων, πολύ συγγενικών με τους βατράχους, τα οποία όμως, σε αντιδιαστολή προς αυτούς, έχουν τραχύ και ξηρό δέρμα,… … Dictionary of Greek
φρύνος — ο (ζωολ.), γένος αμφίβιων, συγγενικό με το βάτραχο με πόδια κοντά και χωρίς ουρά, μακρόβιων (ζουν ως 30 χρόνια), της οικογένειας Φρυνίδες· γνωστότερο είδος είναι ο «φρύνος ο κοινός» (η μπράσκα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρῦνοι — φρῦνος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρῦνον — φρῦνος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυνίδες — (Bufonidae). Οικογένεια άνουρων αμφίβιων της υπόταξης των προκοίλων. Η διαφορά μεταξύ βατράχων και Φ. είναι ότι οι δεύτεροι ζουν περισσότερο στην ξηρά και λιγότερο στο νερό. Οι Φ. είναι εξάλλου περισσότερο εξελιγμένη οικογένεια από τα άλλα είδη… … Dictionary of Greek
φρύνη — (Θεσπιές Βοιωτίας 365 π.Χ. – Αθήνα 310 π.Χ). Η γνωστότερη και ωραιότερη εταίρα της ελληνικής αρχαιότητας. Αρχικά την έλεγαν Μνησαρέτη, μα της έδωσαν το όνομα Φ., επειδή ήταν πολύ ωχρή. Ασκούσε στην αρχή το επάγγελμα της αυλητρίδας, και, κατόρθωσε … Dictionary of Greek
φούρνα — η, Ν κοινή ονομασία τού ψαριού φρύνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού φρύνος, με τροπή τού υ σε ου (πρβλ. και φροῦνος) και μετάθεση τού ρ (πρβλ. και φουρνός), μεταπλασμένος κατά τα θηλ.] … Dictionary of Greek
φρυνεός — ὁ, Α [φρύνος] (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «δηλονότι φρῡνος φρυνεὸς... εἶδος βατράχου, παρὰ τὸ ἐμφερεῑς εἶναι πρὸς τοὺς ἄλλους, ἤ ἀπὸ τοῡ φέρεσθαι ἀπὸ τῆς λιμνώδους φύσεως ἐπὶ τὸ χερσαῑον» … Dictionary of Greek
брунеть — сверкать белизной ; едва ли можно отделять от бронеть – то же; см. Бернекер 1, 87. Хольтхаузен (Ае. Wb. 36), не принимая во внимание слав. формы на о , относит это слово к д. в. н., англос. brûn коричневый; имеющий темный блеск , греч. φρύ̄νη,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… … Dictionary of Greek